Η μορφή, το ύφος, η συχνότητα και η ένταση των επιθετικών αντιδράσεων του παιδιού φαίνονται να εξαρτώνται, κατά ένα μεγάλο μέρος, από τις εμπειρίες του που πηγάζουν από την κοινωνική μάθηση. Στην περιοχή της επιθετικότητας, η κοινωνική εκπαίδευση συνίσταται κυρίως στο να διδαχθεί το παιδί να είναι επιθετικό μόνο με ορισμένους τρόπους κοινωνικά αποδεχτούς. Για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να διδάσκεται να υπερασπίζει τις αρχές του (ή τους γονείς του), αλλά να μην επιτίθεται στον αντίπαλό του σωματικώς.
Το πολυαξονικό υπόβαθρο της επιθετικότητας
Βιολογικοί, διαπροσωπικοί και κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν την τάση του παιδιού να συμπεριφέρεται επιθετικά. Οι μορφές και οι βαθμοί επιθετικότητας την οποία θα εκδηλώσει ένα παιδί εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, μερικοί από τους οποίους είναι:
(α) η ένταση των κινήτρων του – δηλαδή, της επιθυμίας του να βλάψει τους άλλους
(β) ο βαθμός της απογοήτευσης του από το περιβάλλον
(γ) η παρατήρηση και η μίμηση επιθετικών υποδειγμάτων
Αξίζει να αναφερθεί ότι όλες οι αντιδράσεις δεν είναι το ίδιο. Μερικές είναι ήπιες και μικρής διάρκειας ενώ άλλες είναι διαρκείς και έντονες. Οι ματαιώσεις των σκοπών οι οποίες πραγματικά αναστατώνουν το παιδί έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να προκαλέσουν συμπεριφορά κατευθυνόμενη προς την κατάργηση της πηγής που προκαλεί την παρενόχληση ή προς τη μείωση της επιρροής της.
Βιολογικοί Παράγοντες
Παρατηρήσεις ζώων στους φυσικούς τόπους διαμονής τους έχουν οδηγήσει ορισμένους ηθολόγους να διατυπώνουν τον ισχυρισμό, ότι οι επιθετικές τάσεις έχουν μία έμφυτη βιολογική (ενστικτώδη) βάση. Ο Κόρναντ Λόρενζ μιλά για την επιθετικότητα ως ένα πραγματικό ένστικτο που αποβλέπει κυρίως στη διατήρηση του είδους τόσο στα ζώα, όσο και στο ανθρώπινο είδος. Τονίζει, επίσης, ότι ορισμένα ερεθίσματα ή συμπλέγματα ερεθισμάτων προκαλούν έμφυτες επιθετικές αντιδράσεις στα ζώα, ενώ τα ερεθίσματα καθώς και οι μορφές της επιθετικότητας διαφέρουν από είδος σε είδος. Όμως, δεν μπορούμε να γενικεύσουμε από ένα ζωικό είδος στο ανθρώπινο είδος επειδή συνεχείς έρευνες μας αποδεικνύουν ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της επιθετικότητας των ζώων και της ανθρώπινης επιθετικότητας.
Η ανθρώπινη επιθετικότητα μπορεί να διατηρείται με τη μεσολάβηση γνωστικών δομών και συνδέεται πολύ λιγότερο με το άμεσο ερέθισμα. Αξίζει να αναφερθεί ότι η επιθετικότητα των παιδιών φαίνεται να επηρεάζεται έντονα από την ατομική ιδιοσυστασία. Τα δραστήρια παιδιά αλληλοεπιδρούν πιο συχνά και πιο έντονα με τους συνομήλικους τους και εμπλέκονται σε περισσότερες καταστάσεις που τείνουν να προκαλούν επιθετικές αντιδράσεις. Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου δραστηριότητας και της συχνότητας της έναρξης επιθετικής συμπεριφοράς και τα δραστήρια παιδιά συνήθως ενισχύονται από τους συνομήλικους τους προς την κοινωνικά επιθετική συμπεριφορά.
Τα απογοητευτικά γεγονότα
Κατ’αρχάς, τα απογοητευτικά γεγονότα παρεμποδίζουν την συμπεριφορά του ατόμου που κατευθύνεται προς την επίτευξη σκοπών του ατόμου. Επίσης, απειλούν την αυτοεκτίμηση του ή του στερούν τη δυνατότητα να ικανοποιήσει κάποια ισχυρή ανάγκη ή κίνητρο. Συνεπώς, οι πηγές της απογοήτευσης μπορεί να είναι είτε εξωτερικώς επιβαλλόμενα εμπόδια που παρεμποδίζουν ή καθυστερούν την επίτευξη ενός σημαντικού σκοπού, είτε εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ ασυμβίβαστων αντιδράσεων, είτε αισθήματα ανικανότητας, ή αγωνίας (άγχους) τα οποία αναστέλλουν ή παρεμποδίζουν την επιδίωξη σημαντικών σκοπών.
Οι συνέπειες της απογοήτευσης
H επιθετικότητα είναι η πιο πιθανή αν όχι η αναπόφευκτη αντίδραση στην απογοήτευση. Επίσης, η παλινδρόμηση (δηλαδή, η καταφυγή σε ανώριμους τρόπους αντίδρασης) είναι μία άλλη συχνή άμεση συνέπεια της απογοήτευσης. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση των τάσεων προς την επιθετικότητα, υπάρχουν εντυπωσιακές ατομικές διαφορές στην ανοχή της απογοήτευσης που επηρεάζουν την ικανότητα των παιδιών να ελέγχουν την παλινδρόμηση, η οποία παρουσιάζεται ως αντίδραση στην απογοήτευση.
Τα παιδιά που έχουν χαμηλή ανοχή στην απογοήτευση τείνουν να αντιδράσουν με επιθετικότητα και ανώριμο παιγνίδι σε κατάσταση απογοήτευσης. Αξίζει να αναφερθεί ότι ένας περιστασιακός παράγοντας που επηρεάζει τις αντιδράσεις στην απογοήτευση είναι η παρουσία φίλων. Μελέτες που έγιναν στα νηπιαγωγεία, κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, δείχνουν ότι η παρουσία ενός στενού φίλου ενδυνάμωνε το δημιουργικό παιγνίδι, κάτω από κανονικές συνθήκες, και περιόριζε την αντίξοη επίδραση της απογοήτευσης πάνω στη δημιουργικότητα. Με άλλα λόγια, οι στενοί φίλοι μπορούν να γίνουν κοινωνικώς πιο εκδηλωτικοί και συνεργατικοί στο παιχνίδι τους σε περιστάσεις απογοήτευσης ή αποστέρησης, και αντιδρούν με λιγότερη εχθρότητα ο ένας προς τον άλλον και με λιγότερη κοινή επιθετικότητα εναντίον του πειραματισμού, που είναι η πηγή της απογοήτευσης τους.
Μάθηση, μίμηση και επιθετικότητα
Η πιθανότητα ότι οποιοδήποτε συγκεκριμένο προσχολικό παιδί θα εκδηλώσει επιθετικότητα, καθώς και η δύναμη και η ένταση της επιθετικής συμπεριφοράς του, εξαρτώνται, ανάμεσα σε άλλα, από το βαθμό στον οποίο έχει αμειφθεί ή τιμωρηθεί για τέτοια συμπεριφορά στο παρελθόν καθώς επίσης και στην ύπαρξη υποδειγμάτων επιθετικής συμπεριφοράς στο περιβάλλον του και η επίδραση τους στο παιδί.
Ανεξάρτητα από το εάν η αρχική πρόθεση ήταν η πρόκληση βλάβης, εκείνο που είναι το σημαντικότερο θεωρητικά και πρακτικά, είναι η ανακάλυψη της πηγής/των αιτιών για την εκδήλωση ή την αναστολή των επιθετικών αντιδράσεων.
Οι αμοιβές για την επιθετική συμπεριφορά οδηγούν σε αύξηση της εξωτερικής εκδήλωσης της επιθετικότητας και σε γενίκευση των επιθετικών αντιδράσεων σε άλλες καταστάσεις.
Η αρχή ότι η αμοιβή για την επιθετικότητα θα παράγει μεγαλύτερη επιθετικότητα έχει εφαρμοσθεί στην κοινωνικοποίηση των παιδιών σε πολιτισμούς όπου το άτομο, συνήθως το αρσενικό, αναμένεται να συμπεριφέρεται επιθετικά. Για παράδειγμα, στη φυλή των Κουόμα, ο αρσενικός ενήλικας πολεμά και εκφράζει εχθρότητα ανοικτά εναντίον πολλών ανθρώπων και, από την πρώϊμη παιδική ηλικία, το αρσενικό προετοιμάζεται για το ρόλο του αυτό ως ενήλικας, κυρίως με τις άμεσες αμοιβές για την επιθετικότητα του.
Με άλλα λόγια, η επίδραση της επιθετικότητας όσον αφορά την επιθετικότητα – δηλαδή, να επιτρέπεται στο παιδί να εκφράσει επιθετικότητα ανοικτά και ελεύθερα – είναι συγκρίσιμος με την επίδραση της άμεσου αμοιβής. Άρα, η συμπεριφορά του ενήλικα, η οποία θέλει να δείξει «αποδοχή» (κατά την άποψη του μεγάλου), θεωρείται από το παιδί ότι δίδει άδεια και η προσπάθεια ενός ενήλικα να είναι «μη κριτικός» ερμηνεύεται από το παιδί ως να είναι στην πραγματικότητα καταφατική ένδειξη. Συνεπώς, όταν το παιδί συναντά πάλι μια παρόμοια επιτρεπτική κατάσταση συμπεριφέρεται πιο επιθετικά.
Τιμωρία για την επιθετικότητα
Η τιμωρία για την επιθετικότητα συνήθως οδηγεί σε αναστολή της εξωτερικής επιθετικότητας. Πρέπει, να προσέξουμε ότι, εάν τα επιθετικά κίνητρα έχουν αρκετή ισχύ – ίσως, ως αποτέλεσμα αυστηρής απογοήτευσης στο σπίτι – δεν θα εξαφανισθούν αναγκαστικώς, ακόμα και εάν οι επιθετικές αντιδράσεις τιμωρούνται. Στις περιπτώσεις αυτές, η επιθετικότητα μπορεί να μετατεθεί, δηλαδή, να εκφρασθεί σε καταστάσεις, οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που επικρατούν στο σπίτι. Έρευνες, που βασίζονται σε διάφορες θεωρίες, δείχνουν ότι τα πολύ απογοητευμένα παιδιά (εκείνα που ξεπερνούν το μέσον όρο της απογοήτευσης στο σπίτι) ήταν πιο επιθετικά στο επιτρεπτικό παιχνίδι με τις κούκλες παρά τα απογοητευμένα παιδιά που είναι λιγότερα απογοητευμένα. Επιπλέον, τα πολύ τιμωρούμενα παιδιά εκδηλώνουν περισσότερη επιθετικότητα στο παιγνίδι (δηλαδή, μετατοπισμένη) σε σχέση με τα παιδιά που τιμωρούνται ελαφρότερα. Εκτός των προαναφερθέντων, η ασταθής και ασυνεπής αντιμετώπιση της επιθετικότητας του παιδιού μπορεί επίσης να προκαλέσει επιθετικές εκδηλώσεις. Οι γονείς οι οποίοι επιτρέπουν την επιθετικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις και την τιμωρούν σε άλλες περιπτώσεις, τείνουν να έχουν πάρα πολύ επιθετικά παιδιά. Όταν οι γονείς επιτρέπουν την επιθετικότητα σε ορισμένες περιπτώσεις το παιδί προφανώς αισθάνεται κάποια μείωση της αγωνίας του σχετικά με την αντίδραση αυτή. Επιπλέον, η ασυνέπεια στην πειθαρχία δημιουργεί μία κατάσταση απογοήτευσης η οποία παρακινεί προς επιθετική συμπεριφορά.